- σουξέ
- 1) przebój (m) rzecz.2) szlagier (m) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
σουξέ — το άκλ. (λ. γαλλ.), επιτυχία: Το τραγούδι αυτό είναι το σουξέ της εποχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουξέ — το, Ν άκλ. (ιδίως για τραγούδι ή καλλιτεχνική παράσταση) επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. succes < λατ. successus] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek